- γνόφοι
- γνόφοςdarknessmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γνόφος — (AM) (Α και δνόφος) 1. σκοτεινιά 2. πληθ. οἱ γνόφοι σύννεφα καταιγίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γνόφος είναι μτγν. τ. τού δνόφος*, με φωνητική εξέλιξη του δν σε γν ] … Dictionary of Greek